φωσφορισμός

φωσφορισμός
Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της ουσίας μια κατάσταση διέγερσης, στην οποία αντιστοιχεί μια επόμενη κατάσταση αποδιέγερσης με εκπομπή φωτός. Η διάρκεια της αποδιέγερσης που ακολουθεί τον ερεθισμό είναι, κατά μέσο όρο, ελάχιστη για τις φθορίζουσες ουσίες, ενώ, αντίθετα, είναι αρκετά μεγάλη για τις φωσφορίζουσες. Ο φ. εξαρτάται σημαντικά από τη θερμοκρασία, η οποία επηρεάζει την ένταση και τη διάρκεια της φωτοβολίας (αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον φθορισμό). Σε χαμηλές θερμοκρασίες, η φωτοβολία παρουσιάζει μικρή ένταση και μεγάλη διάρκεια. Όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία, το φως που εκπέμπεται γίνεται εντονότερο και βραχύτερης διάρκειας, ώσπου να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας στιγμιαίας λάμψης. Τυπικό παράδειγμα φωσφορίζουσας ουσίας είναι το φωσφορούχο ασβέστιο, που εκπέμπει υποπράσινο φως, όταν εκτεθεί στο φως της ημέρας. Αν και το φαινόμενο του φ. πήρε την ονομασία του από τον φωσφόρο, το στοιχείο αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα μια φωσφορίζουσα ουσία, γιατί η φωτεινότητά του προέρχεται από χημικές διαδικασίες. Ο φωσφορισμός είναι ένα φυσικό φαινόμενο αποδιέγερσης: μια κοινή εφαρμογή ουσιών που φωσφορίζουν είναι στα ρολόγια, όπως αυτό της εικόνας, που επιτρέπει να φαίνονται οι αριθμοί και οι δείκτες στο σκοτάδι.
* * *
ο, Ν
1. φυσ.-χημ. φαινόμενο φωταύγειας, που συνίσταται στην εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας από μια ουσία ως αποτέλεσμα ορισμένης ακτινοβόλησής της, φαινόμενο που διατηρείται και μετά την άρση τής διέγερσης, σε αντιδιαστολή προς το παρεμφερές φαινόμενο τού φθορισμού, που, πρακτικά, εξαλείφεται αμέσως μετά την άρση τής διέγερσης
2. βιολ. το φαινόμενο εκπομπής ψυχρού φωτός στο σκοτάδι από ορισμένους οργανισμούς, όπως είναι λ.χ. η πυγολαμπίδα, ή μικροοργανισμούς, όπως είναι τα φωτοβακτήρια
3. φρ. «θαλάσσιος φωσφορισμός»
(ωκεαν.-βιολ.) κυανοπράσινο, συνήθως, ψυχρό φως που εκπέμπεται, χάρη σε μια σειρά χημικές διεργασίες, από θαλάσσια φυτά και ζώα και παράγεται όταν μια φλαβινοχρωστική, η λουσιφερίνη, οξειδώνεται με παρουσία λουσιφεράσης, ενός άλλου ενζύμου, που επίσης παράγεται από τους αντίστοιχους οργανισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφορίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Δ. Στρούμπο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωσφορισμός — ο 1. το να φωσφορίζει κάτι. 2. παραγωγή δευτερογενούς φωτοβολίας από σώμα που βρέθηκε στην επίδραση ορισμένης ακτινοβολίας, η οποία όμως έπαψε να ακτινοβολεί, ο φθορισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • νυκτιλύκη — (Noctiluca miliaris ή Scintillans). Θαλάσσιο πρωτόζωο της τάξης των δινομαστιγωτών, της ομοταξίας των μαστιγοφόρων ή μαστιγωτών. Το ζώο αυτό, που αποτελείται από ένα μοναδικό σφαιρικό κύτταρο διαμέτρου 0,5 1 χιλιοστό, είναι προικισμένο μ’ ένα… …   Dictionary of Greek

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρισμα — το, Ν [φωσφορίζω] φωσφορισμός …   Dictionary of Greek

  • φωτογονία — η, ΝΑ [φωτογόνος] παραγωγή φωτός νεοελλ. 1. φωτογένεια 2. φωσφορισμός …   Dictionary of Greek

  • αβυσσική πανίδα — Το σύνολο των θαλάσσιων οργανισμών που ζουν στα μεγάλα βάθη, σε περιβάλλον που δεν έχει καθόλου φως και επομένως ούτε βλάστηση. Οι προσπάθειες που επί έναν περίπου αιώνα έκαναν οι επιστήμονες για να εξερευνήσουν τις θαλάσσιες αβύσσους περίπου από …   Dictionary of Greek

  • τελεόστεοι — Υφομοταξία ψαριών, που ονομάζονται έτσι επειδή ο σκελετός τους είναι λιγότερο ή περισσότερο οστεοποιημένος. Στη σύγχρονη ταξινόμηση οι τ. περιλαμβάνονται στην ομοταξία των οστεϊχθύων, επειδή ολόκληρη η ομάδα των ψαριών αυτών χαρακτηρίστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • φωσφόριαμα — το, ατος φωσφορισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”